ξεφουσκώνω

ξεφουσκώνω
ξεφούσκωσα, ξεφουσκώθηκα, ξεφουσκωμένος
1. μτβ., κάνω κάτι να αδειάσει από αέρα: Ένα καρφί ξεφούσκωσε το λάστιχο του αυτοκινήτου μας.
2. αμτβ., βγάζω τον αέρα από μέσα μου, ανακουφίζομαι από φούσκωμα: Πάρε λίγη σόδα φαγητού να ξεφουσκώσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεφουσκώνω — ξεφουσκώνω, ξεφούσκωσα, ξεφουσκωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφουσκώνω — 1. αφαιρώ τον αέρα από φουσκωμένο αντικείμενο ή ελαττώνω τον όγκο ενός αντικειμένου βγάζοντας τον αέρα που περιέχεται σε αυτό («ξεφουσκώνω το μπαλόνι») 2. παύω να είμαι φουσκωμένος, ελαττώνομαι κατ όγκο χάνοντας τον αέρα που περιέχω («το λάστιχο… …   Dictionary of Greek

  • εκπνευματώ — ἐκπνευματῶ ( όω) (Α) 1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω 2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο 3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω 4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῑ τῶν νέων ἐκπνευματοῡν τὸ οἴημα», Πλούτ.) 5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος 6. (μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξέσκουφος — η, ο αυτός που δεν φοράει σκούφο, ξεσκούφωτος, ο χωρίς καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφουσκώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεφούσκωμα — το [ξεφουσκώνω] 1. αφαίρεση τού αέρα που περιέχεται σε κάτι 2. ελάττωση τού όγκου με αφαίρεση τού αέρα 3. ανακούφιση από φούσκωμα τού στομάχου, ξαλάφρωμα 4. μτφ. ανακούφιση από θυμό, από οργή, από κόπο …   Dictionary of Greek

  • ξεφούσκωτος — η, ο [ξεφουσκώνω] αυτός που έχει ξεφουσκώσει, που έχει χάσει τον αέρα που περιείχε, άδειος από αέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”