ξεφουσκώνω — ξεφουσκώνω, ξεφούσκωσα, ξεφουσκωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφουσκώνω — 1. αφαιρώ τον αέρα από φουσκωμένο αντικείμενο ή ελαττώνω τον όγκο ενός αντικειμένου βγάζοντας τον αέρα που περιέχεται σε αυτό («ξεφουσκώνω το μπαλόνι») 2. παύω να είμαι φουσκωμένος, ελαττώνομαι κατ όγκο χάνοντας τον αέρα που περιέχω («το λάστιχο… … Dictionary of Greek
εκπνευματώ — ἐκπνευματῶ ( όω) (Α) 1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω 2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο 3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω 4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῑ τῶν νέων ἐκπνευματοῡν τὸ οἴημα», Πλούτ.) 5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος 6. (μέσ.… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξέσκουφος — η, ο αυτός που δεν φοράει σκούφο, ξεσκούφωτος, ο χωρίς καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφουσκώνω] … Dictionary of Greek
ξεφούσκωμα — το [ξεφουσκώνω] 1. αφαίρεση τού αέρα που περιέχεται σε κάτι 2. ελάττωση τού όγκου με αφαίρεση τού αέρα 3. ανακούφιση από φούσκωμα τού στομάχου, ξαλάφρωμα 4. μτφ. ανακούφιση από θυμό, από οργή, από κόπο … Dictionary of Greek
ξεφούσκωτος — η, ο [ξεφουσκώνω] αυτός που έχει ξεφουσκώσει, που έχει χάσει τον αέρα που περιείχε, άδειος από αέρα … Dictionary of Greek